- συγκαλύψαν
- συγκαλύπτωcoveraor part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καπάκι — το 1. κάλυμμα σκεύους, σκέπασμα δοχείου 2. το μέρος τού βοδινού ή μοσχαρήσιου κρέατος που καλύπτει τα πλευρά 3. φρ. α) «κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι» για κακούς ανθρώπους που συνάπτουν φιλικές σχέσεις μεταξύ τους β) «τά κάνανε καπάκια»… … Dictionary of Greek
πλακάκι — το, Ν [πλάκα] 1. μικρή πλάκα 2. τεχνολ. πλάκα μικρών διαστάσεων, από 15x15 εκατοστόμετρα έως 50x50 εκατοστόμετρα, και μικρού πάχους, συνήθως μικρότερου τού ενός εκατοστομέτρου, που συνήθως είναι τετράγωνη και σπανιότερα εξαγωνική, κατασκευάζεται… … Dictionary of Greek
συγκαλύπτω — συγκάλυψα, συγκαλύφτηκα, συγκαλυμμένος, αποκρύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φανερωθεί: Συγκάλυψαν τους ενόχους της προδοσίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)